συνδιαλλακτικός

συνδιαλλακτικός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "συνδιαλλακτικός" в других словарях:

  • συνδιαλλακτικός — και συνδιαλλαχτικός, ή, ό, Ν 1. ο κατάλληλος για συνδιαλλαγή, συμβιβαστικός 2. φρ. «συνδιαλλακτικές επιτροπές» επιτροπές που ιδρύονται από κράτη ή διεθνείς οργανισμούς με σκοπό την εξεύρεση λύσης ενός διεθνούς προβλήματος. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • συνδιαλλακτικός — ή, ό συμφιλιωτικός: Έπαιξε ρόλο συνδιαλλακτικό ανάμεσα στα αντιμαχόμενα μέρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»